χερτς

χερτς
Μονάδα συχνότητας (σύμβολο Hz), ισούται με τη συχνότητα ενός μεταβλητού φαινομένου, του οποίου η πλήρης περίοδος αντιστοιχεί σε 1 δευτερόλεπτο. Tην ονομασία του οφείλει στον Γκ. Λ. Χερτς.
* * *
το, Ν
άκλ. μετρολ.-φυσ. μονάδα συχνότητας, με σύμβολο Hz, ενός περιοδικού φαινομένου, τού οποίου η περίοδος είναι ένα δευτερόλεπτο, δηλαδή είναι ίση με έναν κύκλο ανά δευτερόλεπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hertz, από το όν. τού Γερμανού φυσικού Heinrich R. Hertz].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χερτς, Χάινριχ Ρούντολφ — (Hertz, Αμβρούργο 1857 – Βόνη 1894). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε φυσική και μηχανική πρώτα στο Μόναχο και κατόπιν στο Βερολίνο όπου, αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας, έγινε βοηθός του Χέλμχολτς, ο οποίος τον έβαλε στις έρευνες επί των… …   Dictionary of Greek

  • Χερτς, Γκούσταφ Λούντβιχ — (Hertz, Αμβούργο 1887). Γερμανός φυσικός. Τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για τη φυσική μαζί με τον Γιάκομπ Φρανκ, με τον οποίο έκανε το 1914 ένα περίφημο πείραμα, που επιβεβαίωσε άμεσα τη θεωρία περί της δομής του ατόμου του Νιλς Μπορ. Το πείραμα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”